- ογκοειδής
- -ές (Α όγκοειδής, -ές)ογκώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀγκοειδέστερον — ὀγκοειδής adverbial comp ὀγκοειδής masc acc comp sg ὀγκοειδής neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
κοκκίωμα — το ιατρ. ογκοειδής σχηματισμός από φλεγμονώδη κύτταρα, λ.χ. ιστιοκύτταρα ή λεμφοπλασματοκύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. granuloma. Η λ. είναι απόδοση ως προς το θέμα της (granulo < granule «κοκκίον, μικρός κόκκος»… … Dictionary of Greek
κομμίωμα — Παθολογικό παράγωγο οζώδους μορφής με νεκρωτικά στοιχεία, που σχετίζεται με την τριτογόνο (προχωρημένη) σύφιλη και με ορισμένες μυκητιάσεις (σποροτρίχωση, ακτινομυκητίαση, βλαστομυκητίαση). Τα κ. εντοπίζονται στο δέρμα, στους μυς, στα οστά, στα… … Dictionary of Greek
παροδοντίωμα — το ιατρ. ογκοειδής υπερπλασία τού παροδοντίου, εντοπισμένη (επουλίτιδα) ή γενική (ινωμάτωση ή ελεφαντίαση τών ούλων) … Dictionary of Greek
συφίλωμα — το, Ν ιατρ. ογκοειδής σχηματισμός συφιλιδικής προέλευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική, πρβλ. αγγλ. syphiloma < syphilis (πρβλ. σύφιλη)] … Dictionary of Greek
τριχοπίλημα — το, Ν 1. ιατρ. ογκοειδής σχηματισμός που αποτελείται από τρίχες και σχηματίζεται στον στόμαχο ατόμων που έχουν την έξη τής τριχοφαγίας 2. (κτην.) το αιγαγροπίλημα … Dictionary of Greek
φυμάτωμα — το, Ν ιατρ. ογκοειδής συμπαγής φυματιώδης εστία με τυροειδοποιημένο ή ασβεστοποιημένο κέντρο, περιβαλλόμενο από κοκκιωματώδη ή ινώδη ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύμα, φύματος + κατάλ. ωμα (πρβλ. αιμάτ ωμα). Η λ. είναι απόδοση ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ.… … Dictionary of Greek
χολοστεάτωμα — το, Ν ιατρ. κυστικός καλοήθης ογκοειδής σχηματισμός, που περιέχει κρυστάλλους χοληστερίνης (α. «χολοστεάτωμα μήνιγγας» β. «χολοστεάτωμα τού μέσου αφτιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholesteatome < χολόστεαρ, στέατος + κατάλ. ωμα… … Dictionary of Greek
χωρίστωμα — το, Ν ιατρ. ογκοειδής σχηματισμός χωρίς νεοπλασματικούς χαρακτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. choristoma < χωριστός + κατάλ. ωμα*, δηλωτική ασθενειών] … Dictionary of Greek